μαστίγωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαστίγωσῐς αἱ μαστιγώσεις
      γενική τῆς μαστιγώσεως τῶν μαστιγώσεων
      δοτική τῇ μαστιγώσει ταῖς μαστιγώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μαστίγωσῐν τὰς μαστιγώσεις
     κλητική ! μαστίγωσῐ μαστιγώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαστιγώσει
γεν-δοτ τοῖν  μαστιγωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαστίγωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μαστιγόω, μαστιγῶ + -σις (-ωσις)

Ουσιαστικό

μαστίγωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

  • μαστιγώσιμος

 και δείτε τη λέξη μάστιξ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.