μαντέκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαντέκα | οι | μαντέκες |
| γενική | της | μαντέκας | — | |
| αιτιατική | τη | μαντέκα | τις | μαντέκες |
| κλητική | μαντέκα | μαντέκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαντέκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική manteca < ισπανική manteca < λατινική mantica < manus
Ουσιαστικό
μαντέκα θηλυκό
- (παρωχημένο) αλοιφή που έβαζαν μέχρι τον 20ο αιώνα στο μουστάκι τους για να του δίνουν γυαλάδα και φόρμα
Μεταφράσεις
μαντέκα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.