μασκάρεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μασκάρεμα | τα | μασκαρέματα |
| γενική | του | μασκαρέματος | των | μασκαρεμάτων |
| αιτιατική | το | μασκάρεμα | τα | μασκαρέματα |
| κλητική | μασκάρεμα | μασκαρέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μασκάρεμα < μασκαρεύ(ω) + (με αποβολή του υ λόγω του μ + -μα
Ουσιαστικό
μασκάρεμα ουδέτερο
- το να μασκαρεύεται κάποιος στις αποκριές, η μεταμφίεση στην αντίστοιχη γιορτή
- το να καλύπτεται κάτι με μάσκα υστερόβουλα ώστε να κρύβεται ή να μεταμφιέζεται σε κάτι διαφορετικό, συχνά (αλλά όχι πάντα) με στόχο την απάτη
- μασκαριλίκι, γελοιότητα
Συγγενικά
- μασκαράς
- μασκαρεμένος
- μασκαρεύω και μασκαρεύομαι
- μασκαριλίκι
- μασκαράτα
- μασκέ
- Μασκαράς επώνυμο και σατιρική εφημερίδα του περασμένου αιώνα
- μάσκαρα ματιών (αν και υπάρχουν δύο ετυμολογικές θεωρίες)
- μασκαρένιος
- μασκέ
- μάσκα
Μεταφράσεις
μασκάρεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.