μασκέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μασκέ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική masqué < φράση bal masqué (χορός μεταμφιεσμένων) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈsce/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μασκέ

Επίθετο

μασκέ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, άκλιτο

  1. χαρακτηρισμός αποκριάτικης εκδήλωσης όπου οι καλεσμένοι πρέπει να είναι μασκαρεμένοι, να φορούν στολή
    πήγα σε ένα πάρτι μασκέ. σε έναν χορό μασκέ
  2. (παρωχημένο) μασκοφόρος (στις Απόκριες) άνδρας γυναίκα ή παιδί
    Πήγα μασκέ στο πάρτι

Συγγενικά

  • μπαλ ντε τετ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.