μασκαριλίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μασκαριλίκι τα μασκαριλίκια
      γενική του μασκαριλικιού των μασκαριλικιών
    αιτιατική το μασκαριλίκι τα μασκαριλίκια
     κλητική μασκαριλίκι μασκαριλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μασκαριλίκι < μασκαραλίκι < τουρκική maskaralık. Μορφολογικά αναλύεται σε μασκαρ(άς) + -ιλίκι

Ουσιαστικό

μασκαριλίκι ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.