μασκαράτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μασκαράτα οι μασκαράτες
      γενική της μασκαράτας
    αιτιατική τη μασκαράτα τις μασκαράτες
     κλητική μασκαράτα μασκαράτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μασκαράτα < μάλλον από την ιταλική mascarata

Ουσιαστικό

μασκαράτα θηλυκό

  • η πομπή της γιορτής της Αποκριάς με τα άρματα και τους μασκαράδες, οι αποκριάτικες εκδηλώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.