μαρμαρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρμαρωμένος η μαρμαρωμένη το μαρμαρωμένο
      γενική του μαρμαρωμένου της μαρμαρωμένης του μαρμαρωμένου
    αιτιατική τον μαρμαρωμένο τη μαρμαρωμένη το μαρμαρωμένο
     κλητική μαρμαρωμένε μαρμαρωμένη μαρμαρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρμαρωμένοι οι μαρμαρωμένες τα μαρμαρωμένα
      γενική των μαρμαρωμένων των μαρμαρωμένων των μαρμαρωμένων
    αιτιατική τους μαρμαρωμένους τις μαρμαρωμένες τα μαρμαρωμένα
     κλητική μαρμαρωμένοι μαρμαρωμένες μαρμαρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαρμαρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαρμαρώνω

Μετοχή

μαρμαρωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.