μαρμαρυγίας
Νέα ελληνικά (el)

κομμάτια από διάφορους μαρμαρυγίες

Πυκνωτές μαρμαρυγία
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαρμαρυγίας | οι | μαρμαρυγίες |
| γενική | του | μαρμαρυγία | των | μαρμαρυγιών |
| αιτιατική | τον | μαρμαρυγία | τους | μαρμαρυγίες |
| κλητική | μαρμαρυγία | μαρμαρυγίες | ||
| Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαρμαρυγίας < μαρμαρυγ(ή) + -ίας < αρχαία ελληνική μαρμαρυγή < μαρμαίρω
Ουσιαστικό
μαρμαρυγίας αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό)
- (ορυκτολογία) είδος ημιδιαφανούς φυλλοπυριτικού ορυκτού
Σημειώσεις
- η λέξη συνηθίζεται στον πληθυντικό (μαρμαρυγίες), καθώς αποτελεί ομάδα
Υπώνυμα
- βιοτίτης
- γλαυκονίτης
- ζιννβαλδίτης
- λεπιδόλιθος
- μαργαρίτης
- μοσχοβίτης
- ταινιόλιθος
- φλογοπίτης
Συγγενικά
- μαρμαρυγιακός
- → δείτε τις λέξεις μαρμαρυγή και μάρμαρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.