μαργαρίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαργαρίνη | οι | μαργαρίνες |
| γενική | της | μαργαρίνης | των | μαργαρινών |
| αιτιατική | τη | μαργαρίνη | τις | μαργαρίνες |
| κλητική | μαργαρίνη | μαργαρίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαργαρίνη (μαρτυρείται από το 1892)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική margarine < ελληνιστική κοινή μάργαρ(ον) + -ίνη[2]

Ένα δοχείο με μαργαρίνη.
Ουσιαστικό
μαργαρίνη θηλυκό
- (τρόφιμο) το τεχνητό βούτυρο φυτικής προέλευσης, υποκατάστατο του φρέσκου ζωικού βουτύρου
-
μαργαρίνη στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μαργαρίνη
Αναφορές
- σελ. 624, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- μαργαρίνη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μαργαρίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μαργαρίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.