μαντολίνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαντολίνο τα μαντολίνα
      γενική του μαντολίνου των μαντολίνων
    αιτιατική το μαντολίνο τα μαντολίνα
     κλητική μαντολίνο μαντολίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαντολίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική mandolino < mandola + κατάληξη υποκοριστικού -ino

Προφορά

ΔΦΑ : /man.doˈli.no/

Ουσιαστικό

μαντολίνο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.