τάστο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τάστο | τα | τάστα |
| γενική | του | τάστου | των | τάστων |
| αιτιατική | το | τάστο | τα | τάστα |
| κλητική | τάστο | τάστα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Παράλληλα τάστα στον βραχίονα μιας κιθάρας.
Ετυμολογία
- τάστο < (άμεσο δάνειο) ιταλική tasto
Ουσιαστικό
τάστο ουδέτερο
- (μουσική, κατασκευή οργάνων) καθένα από τα παράλληλα, συνήθως μεταλλικά, χωρίσματα στο μπράτσο εγχόρδων οργάνων. Οι αποστάσεις τους σχετίζονται με το τονικό ύψος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.