μαντεμένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαντεμένιος η μαντεμένια το μαντεμένιο
      γενική του μαντεμένιου της μαντεμένιας του μαντεμένιου
    αιτιατική τον μαντεμένιο τη μαντεμένια το μαντεμένιο
     κλητική μαντεμένιε μαντεμένια μαντεμένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαντεμένιοι οι μαντεμένιες τα μαντεμένια
      γενική των μαντεμένιων των μαντεμένιων των μαντεμένιων
    αιτιατική τους μαντεμένιους τις μαντεμένιες τα μαντεμένια
     κλητική μαντεμένιοι μαντεμένιες μαντεμένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαντεμένιος < μαντέμ(ι) + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.deˈme.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαντεμένιος

Επίθετο

μαντεμένιος, -α, -ο [1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μαντεμένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.