μαντέμι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαντέμι | τα | μαντέμια |
| γενική | του | μαντεμιού | των | μαντεμιών |
| αιτιατική | το | μαντέμι | τα | μαντέμια |
| κλητική | μαντέμι | μαντέμια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαντέμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική maden < αραβική معدن (maˁdin: μέταλλο, ορυκτό)
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μαντέμι
|
→ δείτε τη λέξη χυτοσίδηρος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.