μανουβράρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μανουβράρισμα | τα | μανουβραρίσματα |
| γενική | του | μανουβραρίσματος | των | μανουβραρισμάτων |
| αιτιατική | το | μανουβράρισμα | τα | μανουβραρίσματα |
| κλητική | μανουβράρισμα | μανουβραρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μανουβράρισμα < μανουβράρω
Ουσιαστικό
μανουβράρισμα ουδέτερο (γεν.: του μανουβραρίσματος)
- το αποτέλεσμα του μανουβράρω, η ενέργεια του μανουβράρω, οι ελιγμοί που κάνει κάποιος οδηγώντας ένα όχημα (τρένο, φορτηγό, πλοίο ή και ΙΧ), η μανούβρα
- επαναληπτική κίνηση μπρος - πίσω, δεξιά - αριστερά.
- οι ελιγμοί στη συμπεριφορά για να αποφύγει κάποιος μια δυσάρεστη εξέλιξη ή για να πετύχει το στόχο του
Μεταφράσεις
μανουβράρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.