μανουβράρω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
μανουβράρω
- χειρίζομαι ένα όχημα, το οδηγώ εκτελώντας ελιγμούς (μανούβρες) σε ένα δύσκολο σημείο της διαδρομής
- (μεταφορικά) χειρίζομαι ανθρώπους ή καταστάσεις, πολλές φορές με πλάγια μέσα, προσπαθώντας να πετύχω ένα ορισμένο αποτέλεσμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.