μανδάτωρ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μανδάτωρ αρσενικό και μαντάτωρ (γενική του μαντατόρου και μανδατόρου και μανδάτωρος)
- (ιστορία, αξίωμα) ο μαντάτορας, ανώτερος υπάλληλος της αυλής του Βυζαντίου, ο οποίος μετέφερε τις βασιλικές εντολές και συνόδευε πάντα τον αυτοκράτορα στις δημόσιες μετακινήσεις του
- (ιστορία) είδος λοχία του στρατού, που μετέφερε εντολές (συχνά πολύγλωσσος για να μεταφράζει τις εντολές στις γλώσσες που μιλούσαν οι ποικίλης καταγωγής στρατιώτες του βυζαντινού στρατού)
- ο αγγελιοφόρος
- μανδάτωρες, οἱ τά μανδᾶτα τῶν ἀρχόντων ὀξέως διακομίζοντες
- ο μηνυτής σε δίκη αλλά και ο ανεπίσημα καταγγέλλων, ο μαντατευτής, εκείνος που "καρφώνει" , ο πληροφοριοδότης
- ο ντελάλης, ο κήρυκας (π.χ. στον Ιππόδρομο του Βυζαντίου)
Συγγενικά
- μαντατοφόρος και μανδατοφόρος και μαντατευτής
- μαντατοφορεύω και μανδατοφορεύω και μαντατεύω
- μανδάτωρ και μαντάτωρ
- μαντατούρης (το καρφί, ο χαφιές, ο συκοφάντης)
Σύνθετα
- πρωτομανδάτωρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.