μαντατοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μαντατοφόρος οι μαντατοφόροι
      γενική του/της μαντατοφόρου των μαντατοφόρων
    αιτιατική τον/τη μαντατοφόρο τους/τις μαντατοφόρους
     κλητική μαντατοφόρε μαντατοφόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαντατοφόρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαντατοφόρος. Μορφολογικά αναλύεται σε μαντάτ(ο) + -ο- + -φόρος (<φέρω)

Ουσιαστικό

μαντατοφόρος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.