μαντάτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαντάτορας οι μαντάτορες
      γενική του μαντάτορα των μαντατόρων
    αιτιατική τον μαντάτορα τους μαντάτορες
     κλητική μαντάτορα μαντάτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαντάτορας < μεσαιωνική ελληνική μανδάτωρ και μαντάτωρ

Ουσιαστικό

μαντάτορας αρσενικό

  • (ιστορία) ο μανδάτωρ της ρωμαϊκής διοίκησης στην Ελλάδα και αργότερα στο Βυζάντιο, με μόνο τη μία έννοια από τις αρχαιότερες, εκείνη δηλαδή του εκπροσώπου της αυλής κατά κανόνα
      Τέλος όμως χάνει την υπομονή του, και βάζει το μαντάτορά του να μιλήση του λαού, ή καλλίτερα, να μιλήση με το λαό (Αργύρης Εφταλιώτης, Η Ιστορία της Ρωμιοσύνης, 1901)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.