πολύγλωσσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύγλωσσος | η | πολύγλωσση | το | πολύγλωσσο |
| γενική | του | πολύγλωσσου | της | πολύγλωσσης | του | πολύγλωσσου |
| αιτιατική | τον | πολύγλωσσο | την | πολύγλωσση | το | πολύγλωσσο |
| κλητική | πολύγλωσσε | πολύγλωσση | πολύγλωσσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύγλωσσοι | οι | πολύγλωσσες | τα | πολύγλωσσα |
| γενική | των | πολύγλωσσων | των | πολύγλωσσων | των | πολύγλωσσων |
| αιτιατική | τους | πολύγλωσσους | τις | πολύγλωσσες | τα | πολύγλωσσα |
| κλητική | πολύγλωσσοι | πολύγλωσσες | πολύγλωσσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πολύγλωσσος, -η, -ο
- που μιλάει πολλές ξένες γλώσσες
- που παρουσιάζει ένα κείμενο σε πολλές ξένες γλώσσες
- πολύγλωσσο λεξικό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολύγλωσσος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.