πολύγλωσσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύγλωσσος η πολύγλωσση το πολύγλωσσο
      γενική του πολύγλωσσου της πολύγλωσσης του πολύγλωσσου
    αιτιατική τον πολύγλωσσο την πολύγλωσση το πολύγλωσσο
     κλητική πολύγλωσσε πολύγλωσση πολύγλωσσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύγλωσσοι οι πολύγλωσσες τα πολύγλωσσα
      γενική των πολύγλωσσων των πολύγλωσσων των πολύγλωσσων
    αιτιατική τους πολύγλωσσους τις πολύγλωσσες τα πολύγλωσσα
     κλητική πολύγλωσσοι πολύγλωσσες πολύγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύγλωσσος < πολύς + γλώσσα

Επίθετο

πολύγλωσσος, -η, -ο

  1. που μιλάει πολλές ξένες γλώσσες
  2. που παρουσιάζει ένα κείμενο σε πολλές ξένες γλώσσες
    πολύγλωσσο λεξικό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.