μαλτέζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαλτέζικος | η | μαλτέζικη | το | μαλτέζικο |
| γενική | του | μαλτέζικου | της | μαλτέζικης | του | μαλτέζικου |
| αιτιατική | τον | μαλτέζικο | τη | μαλτέζικη | το | μαλτέζικο |
| κλητική | μαλτέζικε | μαλτέζικη | μαλτέζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαλτέζικοι | οι | μαλτέζικες | τα | μαλτέζικα |
| γενική | των | μαλτέζικων | των | μαλτέζικων | των | μαλτέζικων |
| αιτιατική | τους | μαλτέζικους | τις | μαλτέζικες | τα | μαλτέζικα |
| κλητική | μαλτέζικοι | μαλτέζικες | μαλτέζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαλτέζικος < μεσαιωνική ελληνική μαλτέζικος < Μαλτέζ(ος) + -ικος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Μάλτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.