μαλγασικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαλγασικός | η | μαλγασική | το | μαλγασικό |
| γενική | του | μαλγασικού | της | μαλγασικής | του | μαλγασικού |
| αιτιατική | τον | μαλγασικό | τη | μαλγασική | το | μαλγασικό |
| κλητική | μαλγασικέ | μαλγασική | μαλγασικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαλγασικοί | οι | μαλγασικές | τα | μαλγασικά |
| γενική | των | μαλγασικών | των | μαλγασικών | των | μαλγασικών |
| αιτιατική | τους | μαλγασικούς | τις | μαλγασικές | τα | μαλγασικά |
| κλητική | μαλγασικοί | μαλγασικές | μαλγασικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.