malgache
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
| malgache | malgaches |
malgache (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τη Μαδαγασκάρη, μαλγασικός
Ουσιαστικό
malgache (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- τα μαλγασικά, γλώσσα που μιλιέται στη Μαδαγασκάρη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.