μαλαγάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαλαγάνα οι μαλαγάνες
      γενική της μαλαγάνας
    αιτιατική τη μαλαγάνα τις μαλαγάνες
     κλητική μαλαγάνα μαλαγάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαλαγάνα < (άμεσο δάνειο) ισπανική malagana (λιποθυμία)

Ουσιαστικό

μαλαγάνα θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.