μακρόθυμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρόθυμος η μακρόθυμη το μακρόθυμο
      γενική του μακρόθυμου της μακρόθυμης του μακρόθυμου
    αιτιατική τον μακρόθυμο τη μακρόθυμη το μακρόθυμο
     κλητική μακρόθυμε μακρόθυμη μακρόθυμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακρόθυμοι οι μακρόθυμες τα μακρόθυμα
      γενική των μακρόθυμων των μακρόθυμων των μακρόθυμων
    αιτιατική τους μακρόθυμους τις μακρόθυμες τα μακρόθυμα
     κλητική μακρόθυμοι μακρόθυμες μακρόθυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μακρόθυμος < αρχαία ελληνική μακρόθυμος (υπομονετικός) < μακρός + θυμός

Επίθετο

μακρόθυμος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.