μακροσυγγενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μακροσυγγενής | οι | μακροσυγγενείς |
| γενική | του του/της |
μακροσυγγενή μακροσυγγενούς |
των | μακροσυγγενών |
| αιτιατική | τον/τη | μακροσυγγενή | τους/τις | μακροσυγγενείς |
| κλητική | μακροσυγγενή | μακροσυγγενείς | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού, σε -ους, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «συγγενής». | ||||
| Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.kɾo.siŋ.ɟeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κρο‐συγ‐γε‐νής
Ουσιαστικό
μακροσυγγενής αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
μακροσυγγενής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.