μακροσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μακροσκοπικός | η | μακροσκοπική | το | μακροσκοπικό |
| γενική | του | μακροσκοπικού | της | μακροσκοπικής | του | μακροσκοπικού |
| αιτιατική | τον | μακροσκοπικό | τη | μακροσκοπική | το | μακροσκοπικό |
| κλητική | μακροσκοπικέ | μακροσκοπική | μακροσκοπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μακροσκοπικοί | οι | μακροσκοπικές | τα | μακροσκοπικά |
| γενική | των | μακροσκοπικών | των | μακροσκοπικών | των | μακροσκοπικών |
| αιτιατική | τους | μακροσκοπικούς | τις | μακροσκοπικές | τα | μακροσκοπικά |
| κλητική | μακροσκοπικοί | μακροσκοπικές | μακροσκοπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μακροσκοπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική macroscopique < μακρός + σκοπέω, -ῶ
Επίθετο
μακροσκοπικός
- για παρατήρηση, εξέταση, έλεγχο κ.λπ. ενός αντικειμένου από μακριά, με γυμνό μάτι
Μεταφράσεις
μακροσκοπικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.