μακρομάλλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μακρομάλλης | η | μακρομάλλα & μακρομαλλούσα |
το | μακρομάλλικο |
| γενική | του | μακρομάλλη | της | μακρομάλλας & μακρομαλλούσας |
του | μακρομάλλικου |
| αιτιατική | τον | μακρομάλλη | τη | μακρομάλλα & μακρομαλλούσα |
το | μακρομάλλικο |
| κλητική | μακρομάλλη | μακρομάλλα & μακρομαλλούσα |
μακρομάλλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μακρομάλληδες | οι | μακρομάλλες & μακρομαλλούσες |
τα | μακρομάλλικα |
| γενική | των | μακρομάλληδων | των | —— | των | μακρομάλλικων |
| αιτιατική | τους | μακρομάλληδες | τις | μακρομάλλες & μακρομαλλούσες |
τα | μακρομάλλικα |
| κλητική | μακρομάλληδες | μακρομάλλες & μακρομαλλούσες |
μακρομάλλικα | |||
| Το θηλυκό, σε -α και -ούσα. To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κατσαρομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
μακρομάλλης
|
→ δείτε τη λέξη μακρυμάλλης |
Πηγές
- Για τους τύπους του θηλυκού: μακρομαλλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.