μακρομαλλούσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μακρομαλλούσα | οι | μακρομαλλούσες |
| γενική | της | μακρομαλλούσας | — | |
| αιτιατική | τη | μακρομαλλούσα | τις | μακρομαλλούσες |
| κλητική | μακρομαλλούσα | μακρομαλλούσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Και ουσιαστικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.kɾo.maˈlu.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κρο‐μαλ‐λού‐σα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μακρομαλλούσα (και ουσιαστικοποιημένο)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μακρομάλλης
- άλλες μορφές: μακρομάλλα & μακρυμαλλούσα από το μακρυμάλλης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.