μακροβιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μακροβιότητα | οι | μακροβιότητες |
| γενική | της | μακροβιότητας | των | μακροβιοτήτων |
| αιτιατική | τη | μακροβιότητα | τις | μακροβιότητες |
| κλητική | μακροβιότητα | μακροβιότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μακροβιότητα < μακρόβιος + -ότητα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.