μακελεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακελεμένος η μακελεμένη το μακελεμένο
      γενική του μακελεμένου της μακελεμένης του μακελεμένου
    αιτιατική τον μακελεμένο τη μακελεμένη το μακελεμένο
     κλητική μακελεμένε μακελεμένη μακελεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακελεμένοι οι μακελεμένες τα μακελεμένα
      γενική των μακελεμένων των μακελεμένων των μακελεμένων
    αιτιατική τους μακελεμένους τις μακελεμένες τα μακελεμένα
     κλητική μακελεμένοι μακελεμένες μακελεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μακελεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μακελεύω

Μετοχή

μακελεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.