μακαρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μακαρισμός | οι | μακαρισμοί |
| γενική | του | μακαρισμού | των | μακαρισμών |
| αιτιατική | τον | μακαρισμό | τους | μακαρισμούς |
| κλητική | μακαρισμέ | μακαρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μακαρισμός < ελληνιστική κοινή μακαρισμός (στον πληθυντικό: μακαρισμοί) < αρχαία ελληνική μακαρισμός (ευλογία, έπαινος)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.ka.ɾiˈzmos/
Ουσιαστικό
μακαρισμός αρσενικό συνήθως στον πληθυντικό
- (θρησκεία) φράση της «Επί του όρους Ομιλίας» του Ιησού που αρχίζει με την έκφραση «μακάριοι οι ...»
- Ο πέμπτος μακαρισμός μιλάει για τους ελεήμονες: Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μακαρισμός
|
|
Αναφορές
- μακαρισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μακαρισμός < μακαρ- (μάκαρ) + -ισμός
Ουσιαστικό
μᾰκᾰρισμός αρσενικό
- η ενέργεια του ρήματος μακαρίζω, το να αποκαλείς κάποιον μακάριο, ευτυχισμένο, για κάποια ιδιότητά του
- (ελληνιστική κοινή) στον πληθυντικό οι μακαρισμοί, από τις φράσεις του Ιησού
Συγγενικά
- μακαριστής
- μακαριστός
- και → δείτε τη λέξη μάκαρ
Πηγές
- μακαρισμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακαρισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.