μακαριότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μακαριότης αἱ μακαριότητες
      γενική τῆς μακαριότητος τῶν μακαριοτήτων
      δοτική τῇ μακαριότητ ταῖς μακαριότησ(ν)
    αιτιατική τὴν μακαριότητ τὰς μακαριότητᾰς
     κλητική ! μακαριότης μακαριότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μακαριότητε
γεν-δοτ τοῖν  μακαριοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μακαριότης < μακάριο(ς) + -της
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μακαριότητα

Ουσιαστικό

μακαριότης, -ητος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.