μακαριότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μακαριότης | αἱ | μακαριότητες |
| γενική | τῆς | μακαριότητος | τῶν | μακαριοτήτων |
| δοτική | τῇ | μακαριότητῐ | ταῖς | μακαριότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | μακαριότητᾰ | τὰς | μακαριότητᾰς |
| κλητική ὦ! | μακαριότης | μακαριότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μακαριότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μακαριοτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μακαριότης < μακάριο(ς) + -της
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: μακαριότητα
Πηγές
- μακαριότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακαριότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.