μαζοχισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαζοχισμός οι μαζοχισμοί
      γενική του μαζοχισμού των μαζοχισμών
    αιτιατική τον μαζοχισμό τους μαζοχισμούς
     κλητική μαζοχισμέ μαζοχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαζοχισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική masochisme[1] (από το όνομα του συγγραφέα Λεοπόλδου φον Ζάχερ-Μάζοχ)

Ουσιαστικό

μαζοχισμός αρσενικό

  1. η σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία ο πόνος γίνεται πηγή ηδονής
  2. η ιδιότητα μερικών ανθρώπων να αντλούν ευχαρίστηση από οδυνηρές καταστάσεις

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.