μαζοχισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαζοχισμός | οι | μαζοχισμοί |
| γενική | του | μαζοχισμού | των | μαζοχισμών |
| αιτιατική | τον | μαζοχισμό | τους | μαζοχισμούς |
| κλητική | μαζοχισμέ | μαζοχισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαζοχισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική masochisme[1] (από το όνομα του συγγραφέα Λεοπόλδου φον Ζάχερ-Μάζοχ)
Ουσιαστικό
μαζοχισμός αρσενικό
- η σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία ο πόνος γίνεται πηγή ηδονής
- η ιδιότητα μερικών ανθρώπων να αντλούν ευχαρίστηση από οδυνηρές καταστάσεις
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μαζοχισμός
- μαζοχισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.