μαζοχιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαζοχιστικός η μαζοχιστική το μαζοχιστικό
      γενική του μαζοχιστικού της μαζοχιστικής του μαζοχιστικού
    αιτιατική τον μαζοχιστικό τη μαζοχιστική το μαζοχιστικό
     κλητική μαζοχιστικέ μαζοχιστική μαζοχιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαζοχιστικοί οι μαζοχιστικές τα μαζοχιστικά
      γενική των μαζοχιστικών των μαζοχιστικών των μαζοχιστικών
    αιτιατική τους μαζοχιστικούς τις μαζοχιστικές τα μαζοχιστικά
     κλητική μαζοχιστικοί μαζοχιστικές μαζοχιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαζοχιστικός < μαζοχιστής

Επίθετο

μαζοχιστικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.