μαγίστωρ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαγίστωρ οἱ μαγίστορες
      γενική τοῦ μαγίστορος τῶν μαγιστόρων
      δοτική τῷ μαγίστορι τοῖς μαγίστορσι(ν)
    αιτιατική τὸν μαγίστορα τοὺς μαγίστορας
     κλητική ! ...?...ορ μαγίστορες
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δε γνωρίζουμε πώς θα τονιζόταν η κλητική ενικού.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «-» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγίστωρ < (άμεσο δάνειο) λατινική magister < magis + -ter < magnus < πρωτοϊταλική *magnos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *m̥ǵh₂nós, < *méǵh₂s (μέγας) < *m̥ǵh₂-

Ουσιαστικό

μαγίστωρ, -ορος αρσενικό

  1. δάσκαλος
  2. βυζαντινός αξιωματούχος
  3. στρατιωτικός διοικητής
  4. επιδέξιος τεχνίτης

Κλιτικοί τύποι

  • μαΐστορος (γενική ενικού)
  • μαΐστορες (πληθυντικός)

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.