μετρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μετρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική maître[1]

Ουσιαστικό

μετρ αρσενικό άκλιτο

  1. ο μετρ ντ'οτέλ
  2. πολύ σημαντικός στον επαγγελματικό τομέα του
    Ο Χίτσκοκ ήταν ο μετρ του σασπένς
  3. πολύ ικανός, ειδικός ή επιδέξιος σε κάτι,
    είναι μετρ στα παζαρέματα
     συνώνυμα: εξπέρ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.