μαΐστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαΐστρα | οι | μαΐστρες |
| γενική | της | μαΐστρας | — | |
| αιτιατική | τη | μαΐστρα | τις | μαΐστρες |
| κλητική | μαΐστρα | μαΐστρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαΐστρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαΐστρα < βενετικά *maistra (για τον ναυτικό όρο < ιταλική albero di maistra άλμπουρο της μαΐστρας)[1]
Ουσιαστικό
μαΐστρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) μεγάλο τριγωνικό πανί που σηκώνεται πίσω από το κατάρτι και αποτελεί το βασικό πανί ενός ιστιοφόρου σκάφους
- Η μαΐστρα σηκώνεται (βιράρεται) με ένα σχοινί ή συρματόσχοινο που βρίσκεται στο κατάρτι και ονομάζεται μαντάρι.
Μεταφράσεις
ναυτικός όρος
|
|
Αναφορές
- μαΐστρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.