μαϊστράλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαϊστράλι | τα | μαϊστράλια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | μαϊστράλι | τα | μαϊστράλια |
| κλητική | μαϊστράλι | μαϊστράλια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαϊστράλι < (άμεσο δάνειο) βενετική maistral, υποκοριστικό του maistro < λατινική magistralis < magister < magis + -ter < magnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *maǵ- ή *meǵh₂-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.