νοιάζει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νοιάζει < ενεργητική φωνή του ρήματος νοιάζομαι (απαντά μόνο στο γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού)

Ρήμα

νοιάζει, παθ.φωνή: νοιάζομαι

δε με νοιάζει
δε με νοιάζουν οι βρισιές του

Συνώνυμα

Κλίση

τριτοπρόσωπη

  • Ενεστώτας: νοιάζει, νοιάζουν
  • Παρατατικός: ένοιαζε, νοιάζαμε
  • Αόριστος: ένοιαξε, ένοιαξαν
  • Εξακολουθητικός Μέλλοντας: θα νοιάζει, θα νοιάζουν
  • Στιγμιαίος μέλλοντας: θα νοιάξει, θα νοιάξουν
  • Παρακείμενος: έχω, έχεις... νοιάξει
  • Υπερσυντέλικος: είχα, είχες... νοιάξει

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.