μέγγενη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μέγγενη οι μέγγενες
      γενική της μέγγενης των μεγγενών
    αιτιατική τη μέγγενη τις μέγγενες
     κλητική μέγγενη μέγγενες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μηχανική επιτραπέζια μέγγενη.

Ετυμολογία

μέγγενη < (άμεσο δάνειο) τουρκική mengene < ελληνιστική κοινή μάγγανον (δοκάρι) (αντιδάνειο) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmeŋ.ɟe.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέγγενη

Ουσιαστικό

μέγγενη θηλυκό

  1. ο μηχανισμός αποτελούμενος από δύο μεταλλικά ή ξύλινα σκέλη που καταλήγουν σε σιαγόνες και πλησιάζουν μεταξύ τους χάρη σε μια βίδα, έτσι ώστε να επιτρέπουν τη σταθεροποίηση ενός αντικειμένου πάνω στο οποίο θέλουμε να δουλέψουμε
  2. ο μηχανισμός για βασανιστήρια
  3. (μεταφορικά) κάτι που εμποδίζει

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.