vice
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
vice
(en)
ελάττωμα
κακία
φαυλότητα
σφιγκτήρας
(
σφιγκτήρας
)
vise
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
vice
vices
Ουσιαστικό
vice
(fr)
αρσενικό
το
ελάττωμα
, το
ψεγάδι
το
βίτσιο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.