vice

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

vice (en)

  1. ελάττωμα
  2. κακία
  3. φαυλότητα
  4. σφιγκτήρας

  • (σφιγκτήρας) vise



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
vice vices

Ουσιαστικό

vice (fr) αρσενικό

  1. το ελάττωμα, το ψεγάδι
  2. το βίτσιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.