μέγκενη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μέγκενη οι μέγκενες
      γενική της μέγκενης των μεγκενών
    αιτιατική τη μέγκενη τις μέγκενες
     κλητική μέγκενη μέγκενες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmeŋ.ɟe.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέγκενη

Ουσιαστικό

μέγκενη θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.