μάης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μάης | οι | μάηδες |
| γενική | του | μάη | των | μάηδων |
| αιτιατική | τον | μάη | τους | μάηδες |
| κλητική | μάη | μάηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μάης αρσενικό
- (λαϊκότροπο) το πρωτομαγιάτικο στεφάνι λουλουδιών
- Και είναι πανελλήνιο έθιμο την Πρωτομαγιά να πλέκουν με λουλούδια και στάχυα τους μάηδες, στεφάνια για την ευφορία της γης. Τα κρεμούν πάνω από τις εξώπορτες ή στους εξώστες των σπιτιών μέχρι τις 24 Ιουνίου, το θερινό ηλιοστάσιο, οπότε, κατά το έθιμο, τουλάχιστον παλιότερα, τα καίνε στις φωτιές του Aϊ-Γιάννη. (Αφιέρωμα Επτά Ημερών της Καθημερινής στον μήνα Μάιο, σελ. 4)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.