μάης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μάης οι μάηδες
      γενική του μάη των μάηδων
    αιτιατική τον μάη τους μάηδες
     κλητική μάη μάηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάης < Μάης < Μάιος, με αποβολή του /ο/ και μετάπλαση κατά τα αρσενικά σε -ης

Ουσιαστικό

μάης αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.