délivrance

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

délivrance < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
délivrance délivrances

délivrance (fr) θηλυκό

  1. η απολύτρωση
  2. η αποφυλάκιση
  3. η χορήγηση
  4. η λύτρωση, η ανακούφιση, ο λυτρωμός
  5. η υστεροτοκία
  6. η λευτεριά (από γέννα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.