délivrance
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- délivrance < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| délivrance | délivrances |
délivrance (fr) θηλυκό
- η απολύτρωση
- η αποφυλάκιση
- η χορήγηση
- η λύτρωση, η ανακούφιση, ο λυτρωμός
- η υστεροτοκία
- η λευτεριά (από γέννα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.