λυτρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

λυτρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λυτρώνω
  2. θα λυτρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λυτρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

λυτρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λύτρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.