λύτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λύτης | οι | λύτες |
| γενική | του | λύτη | των | λυτών |
| αιτιατική | τον | λύτη | τους | λύτες |
| κλητική | λύτη | λύτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈli.tis/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.