λύτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λύτρια οι λύτριες
      γενική της λύτριας των λυτριών
    αιτιατική τη λύτρια τις λύτριες
     κλητική λύτρια λύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λύτρια < λύτης + -τρια

Ουσιαστικό

λύτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.