λουξ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λουξ (επίθετο) < (λόγιο δάνειο) γαλλική luxe < λατινική luxus (πολυτέλεια) [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewg- (κάμπτω, συστρέφω)
- λουξ (ουσιαστικό) < (λόγιο δάνειο) γερμανική Lux < λατινική lux < πρωτοϊταλική *louks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewk- (λευκός, λαμπερός, φωτεινός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈluks/
Ουσιαστικό
λουξ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λευκός
Αναφορές
- Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
Πηγές
- λουξ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.