lux

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

lux < πρωτοϊταλική *louks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewk- (λευκός, λαμπερός, φωτεινός)

Προφορά

ΔΦΑ : /luːks/

Ουσιαστικό

lux θηλυκό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lux lucēs
γενική lucis lucum
δοτική lucī lucibus
αιτιατική lucem lucēs
κλητική lux lucēs
αφαιρετική luce lucibus
(γ' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.