λουλακής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λουλακής η λουλακιά το λουλακί
      γενική του λουλακή
& λουλακιού
της λουλακιάς του λουλακιού
(λουλακί)
    αιτιατική τον λουλακή τη λουλακιά το λουλακί
     κλητική λουλακή λουλακιά λουλακί
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λουλακιοί οι λουλακιές τα λουλακιά
      γενική των λουλακιών των λουλακιών των λουλακιών
    αιτιατική τους λουλακιούς τις λουλακιές τα λουλακιά
     κλητική λουλακιοί λουλακιές λουλακιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λουλακής < λουλάκι + -ής

Επίθετο

λουλακής, -ιά, -ί

  1. που έχει το χρώμα του λουλακιού, βαθύς γαλάζιος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) λουλακί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.